Κι όμως κάτι τέτοιο κανονικά δεν θα έπρεπε να συμβαίνει… Γιατί οι συγκεκριμένοι πειρατές, μετά από μία ταινία και δύο συνέχειες εμπορικά επιτυχημένες, να βρίσκονται τώρα σε άγνωστα νερά; Άρα κάτι έγινε που ή εμείς δεν ξέρουμε ή τελικά τα νερά στα οποία ταξιδεύουν αυτήν τους την τέταρτη φορά, δεν είναι και τόσο άγνωστα στην πραγματικότητα για τους ίδιους.
Βλέποντας την τωρινή τους ταινία, που βγήκε στις αίθουσες την Πέμπτη, κλίνω περισσότερο προς το τελευταίο. Κι αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό, γιατί η προσπάθεια να ξαναπιάσει η ταινία αυτή, το νήμα της πρώτης, είναι κάτι περισσότερο από ορατό σε όσους την δουν.
Μετά την πανηγυρική είσοδο στο χώρο του θεάματος, του κινηματογραφικού καπετάνιου Τζακ Σπάροου (Τζόνι Ντέπ) πριν από οκτώ χρόνια, κυβερνήτη του μονίμως χαμένου από τον ίδιο πλοίου του με το όνομα: «Μαύρο Μαργαριτάρι», ο γοητευτικός πειρατής και λάτρης της περιπέτειας, με νέους συμπρωταγωνιστές, με εξαίρεση μόνο τον Τζέφρεϊ Ρας ως μόνιμου alter ego του, προσπαθεί να «ξαναπρωταγωνιστήσει» στην ταινία του με όπλο το χιούμορ και το απαράμιλλο στυλ του, εις βάρος της άσκοπης χρήσης ψηφιακών εφέ χωρίς προφανή σεναριακό λόγο, που κυριάρχησαν στις προηγούμενες δύο ταινίες μεταλλάσσοντας σε καρικατούρες τόσο τους πρωταγωνιστές, όσο και την ίδια τους την ιστορία.
Παρόλο που σ’ αυτήν την ταινία τα γυρίσματα γίνανε με την τεχνική του 3D, η ουσία δεν αλλοιώνεται.
Από την εξωτική Χαβάη και το μητροπολιτικό Λος Άντζελες, μέχρι το Πουέρτο Ρίκο και το αριστοκρατικό Λονδίνο, οι «Πειρατές της Καραϊβικής» ταξιδεύουν στα κατά τ’ άλλα «άγνωστα νερά», προκειμένου να βρούνε την «Πηγή της αιώνιας νιότης»!
Άλλωστε πρόκειται για την πρώτη περιπέτεια τέτοιου μεγέθους, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της κινηματογραφήθηκε τρισδιάστατα στους πραγματικούς τόπους των γυρισμάτων και όχι μπροστά από green box.
Αντιμέτωπος τώρα με την ακαταμάχητη γοητεία της λατίνας πειρατίνας από το προσωπικό του παρελθόν (Πενέλοπε Κρούζ), κόρης του διαβόητου πειρατή Μαυρογένη (Ίαν Μακ Σέιν), ο Τζακ Σπάροου κάνει όλα αυτά για τα οποία αγαπήθηκε. Σώζει, δραπετεύει, αιχμαλωτίζεται, αραδιάζει επιχειρήματα ενώ τον απειλούν με όπλο, τρώει τα κολλήματά του, γίνεται σε όλους αγαπητός, μέχρι να προκαλέσει την έντονη αντιπάθεια τους…
Χιούμορ, ειρωνεία και αυτοσαρκασμός έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα. Κι όμως. Παρόλα αυτά ενώ το παρακολουθείς ευχάριστα -ιδίως άμα το συγκρίνεις με τις δύο προηγούμενες- κάτι εξακολουθεί να κρατάει τα πόδια σου πεισματικά κολλημένα στο έδαφος.
Δεν είναι το 3D, που μερικές φορές περιορίζεται μόνο στο να «ξεβγάζει» τους υπότιτλους, αλλά η αίσθηση που σου αφήνουν οι ίδιοι που κανονικά θα έπρεπε να σε απογειώσουν. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές.
Ο Τζόνι Ντεπ μοιάζει σαν κάποιος που όλα αυτά τα έχει ξανακάνει κάπου, κάπως, κάποτε, στο παρελθόν. Γι΄αυτό κι ενώ ετοιμάζεται από τώρα το σενάριο της πέμπτης συνέχειας, ο ίδιος δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν θα συμμετέχει. Η Πενέλοπε Κρούζ σαν να προτιμούσε να ήταν με το παιδί της, κινεί το ρόλο μάλλον διεκπαιραιωτικά, αποκλείοντας την ερωτική χημεία επί της οθόνης, με τον Ιάκωβο Σπουργίτη. Ενώ οι Τζέφρεϊ Ρας και Ίαν Μακ Σέιν, ως πολύ καλοί ηθοποιοί, μπορούν και υποστηρίζουν απλά τους ρόλους τους.
Τέλος το πηδάλιο των «Πειρατών» σκηνοθετικά ανέλαβε ο Ρομπ Μάρσαλ («Chicago», «Αναμνήσεις μιας Γκέισας», «Εννέα») στην θέση του σκηνοθέτη της αρχικής τριλογίας Γκορ Βερμπίνσκι.
πηγή:tvxs του Πάνου Κατσαχνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου