Ο Λάζαρος είναι ένας 38χρονος ζαχαροπλάστης. Μέχρι πριν δυο ημέρες ξυπνούσε το πρωί, πήγαινε στη δουλειά του, γέμιζε τον κόσμο με
γλυκά και ζαχαρόπαστες, και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι του. Από προχθές είναι ένας μικρός ήρωας, απ” αυτούς που κρύβονται σε κάποια διπλανή μας πόρτα. Το απόγευμα της Τρίτης τον βρήκε στο ζαραχοπλαστείο που εργαζόταν, να πετάει στον αέρα ό,τι εμφανιζόταν μπροστά του και να φωνάζει εξαγριωμένος «Άντε γαμηθείτε». Στη συνέχεια ακολούθησε μια βροντερή παραίτηση από τη δουλειά που του εξασφάλιζε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα προς το ζην.
Ο Λάζαρος έκλεισε πίσω του την πόρτα, η οποία έκανε ανέλπιστα μεγάλο θόρυβο, αφού ο λόγος της παραίτησης του έχει γίνει από χθες viral σε όλα τα social media. Αφορμή, όπως λέει και ο ίδιος, ήταν ότι του ζήτησαν να φτιάξει μια τούρτα με μαιάνδρους και σβάστικες. Σε μια χώρα που η ανεργία μαστίζει τον νέο πληθυσμό, σε μια καθημερινότητα που η τσέπη όλων αιμορραγεί, δεν δίστασε να βάλει πάνω απ” όλα τις ιδέες του. Όπως είπε και ο ίδιος, «πάνω απ” όλα η αξιοπρέπειά μας, η αυτονομία μας, οι αξίες, η ιδεολογία, οι αρχές μας. Όσο κι δεν τον θέλουν κάποιοι, υπάρχει κόσμος που δεν σκύβει το κεφάλι του για ψωροδίφραγκα. Είναι η γαμημένη ντροπή που θα με κυνηγούσε μια ζωή».
Το βράδυ που παραιτήθηκε είχαμε μια γρήγορη συνομιλία. Με μια αξιοθαύμαστη συστολή, είπε πως η αντίδρασή του είναι αυτονόητη. Την επόμενη μέρα, ωστόσο, η ιστορία του είχε κάνει μια βόλτα σε όλο το Διαδίκτυο, ακριβώς επειδή δεν είναι μια αντίδραση αυτονόητη για όλους. Του ζητώ να μου περιγράψει το περιστατικό. «Όταν βρίσκομαι σε συναισθηματική φόρτιση, αλλοιώνεται ο χρόνος και η μνήμη», λέει αρχικά φανερώνοντας πως ήταν και για τον ίδιο μια διαδικασία που δεν πέρασε αναίμακτα. «Βρισκόμουν εν ώρα εργασίας, στο σχόλασμα. Ήρθε η κοπέλα που δουλεύει μπροστά στη βιτρίνα με ένα χαρτάκι που είχε σημειώσει την παραγγελία – έτσι γίνεται στα ζαχαροπλαστεία. Τη ρώτησα τι πρέπει να φτιάξουμε και μου έδειξε σβάστικες και μαιάνδρους. Χαζογελώντας, μου είπε «Χρυσή Αυγή».
Η κοπέλα αυτή μιλάει σπαστά ελληνικά, επειδή είναι από την Αλβανία. Επίτηδες λοιπόν τη ρώτησα από πού είναι, γνωρίζοντας πως είναι μετανάστρια. Όταν μου είπε πως είναι από την Αλβανία, δεν κρατήθηκα και της απάντησα φωνάζοντας «Αυτό τώρα είναι αστείο; Κάνουμε πλάκα με αυτό;». Ρώτησα τον μάστορα του μαγαζιού, έξαλλος, αν τελικά θα τη φτιάξουμε την τούρτα και όταν μου απάντησε «Ναι. Δουλειά είναι», είπα απλώς «Τελειώσαμε, να πάτε να γαμηθείτε όλοι». Στη συνέχεια, έστειλα ένα μήνυμα στον εργοδότη και του είπα ακριβώς το ίδιο. Δεν τον πήρα τηλέφωνο, γιατί δεν ήθελα καν να τον ακούσω», αναφέρει εξιστορώντας την αφορμή της παραίτησης του. «Κανείς δεν τάχθηκε φανερά με το μέρος μου.
Έκαναν αυτό που κάνει ο κόσμος συνήθως, έμειναν θεατές και κοίταξαν τη δουλίτσα τους» Συζητάμε για την κουλτούρα που διέπει τον περισσότερο κόσμο, τη συμπεριφορά που σε θέλει απλώς «να κοιτάς τη δουλίτσα σου». Ο Λάζαρος εύλογα τονίζει πως είναι μια εγκληματική συμπεριφορά. «Από τον άνθρωπο που κάνει ελέγχους εισιτηρίων στο μετρό και τα λεωφορεία, και υποχρεώνει τους ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν ούτε εισιτήριο, να πληρώσουν πρόστιμο ισχυριζόμενοι πως «κάνουν τη δουλειά τους», μέχρι τον οποιοδήποτε που βλέπει μια αδικία και δεν μιλάει ή δεν αντιδράει, σαν να μην τον αφορά ο κόσμος που ζει. Η δουλειά είναι σημαντική, η δουλειά μας ζει, όμως υπάρχουν πράγματα που προηγούνται όχι μόνο της δουλειάς, αλλά όλων των πραγμάτων. Ένα απ” αυτά είναι η στάση μας προς τους Ναζί. Από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο «Όχι», όπου μπορεί να υπάρξει, μια πράξη αντίστασης, άρνησης και μη αποδοχής στους Ναζί είναι κάτι καλό». Δυστυχώς οι συνάδελφοι του Λάζαρου απλώς ακολούθησαν την παραπάνω τακτική: «Θυμάμαι τη μια κοπέλα να μένει με το στόμα ανοιχτό.
Η αύρα της ήταν θετική ως προς την κίνησή μου, όμως δεν είπε κουβέντα, έμεινε άγαλμα. Ακόμη ένα παιδί που δουλεύει μέσα, είχε μείνει άναυδο. Ο μάστορας του μαγαζιού είπε ότι η δουλειά είναι πάνω απ” όλα, αντέδρασε φοβικά. Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι, αμίλητοι και μάλλον είχαν τρομάξει γιατί ήμουν σε έξαλλη κατάσταση. Φώναζα και πέταγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Δεν μπορούσα να το δεχτώ και να το διαχειριστώ όλο αυτό. Ωστόσο κανείς δεν έκανε κάποιο σχόλιο, δεν με στήριξαν ανοιχτά και κανείς δεν τάχθηκε φανερά με το μέρος μου. Έκαναν αυτό που κάνει ο κόσμος συνήθως, έμειναν θεατές και κοίταξαν τη δουλίτσα τους», απαντά, όταν τον ρωτώ πως αντέδρασαν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του καταστήματος όταν παραιτήθηκε.
Όσο το σκηνικό της παραίτησης βρισκόταν σε εξέλιξη, ο μάστορας του μαγαζιού τού είπε «Αν εσύ είχες μαγαζί τι θα έκανες;», για να δικαιολογήσει τον ιδιοκτήτη και να αποτρέψει τον Λάζαρο από την παραίτηση. Κάνοντας μια μικρή παρένθεση στη διήγησή του, υπογραμμίζει πως «Αναγνωρίζω πως έχω μια ευκολία και μια επιλογή παραπάνω από τον οποιονδήποτε εργοδότη στο να πω όχι σε τέτοια πράγματα. Αν ο εργοδότης φοβόταν, θα μπορούσε να βρει μια δικαιολογία για να αρνηθεί και να το αποφύγει. Παρόλα αυτά, δεν το έκανε και δεν είναι ο άνθρωπος που θα πει όχι. Η άποψη που μου έχει διαμορφωθεί για εκείνον όλο αυτό το διάστημα, είναι πως θα έκανε οτιδήποτε για τα χρήματα γιατί τέτοιος άνθρωπος είναι.
Δεν πιέστηκε για να δεχτεί την παραγγελία». Η δουλειά του στο συγκεκριμένο μαγαζί δεν ήταν καθόλου εύκολη μέχρι εκείνη την ημέρα. Πέρα από το φόρτο εργασίας, τα μηχανήματα τα οποία έπρεπε να χειρίζεται ήταν σχεδόν διαλυμένα, ενώ είχε πάθει και δυο φορές ηλεκτροπληξία. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε να παραιτηθεί. Ήθελε να συνεχίσει, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Τον ρωτώ αν θυμάται ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε τη στιγμή που του ζήτησαν να φτιάξει την τούρτα με το ναζιστικό σύμβολο, αν υπήρχε δεύτερη σκέψη. «Δεν σκέφτηκα. Δεν υπήρχε σκέψη, ούτε λογική. Μόνο το συναίσθημα. Και το συναίσθημα ήταν απελπισία και οργή. Διότι, η δουλειά ήταν και στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα που δολοφονήθηκε από τους Ναζί της Χρυσής Αυγής. Και στον Έβρο να ήμουν το ίδιο θα έκανα, όμως ένιωθα πως είχα ένα λόγο παραπάνω εδώ πέρα. Πρέπει να λέμε ένα μεγάλο «Όχι» σε αυτά.
Η άρνηση στο να κανονικοποιήσουμε τους Ναζί πρέπει να είναι αυτονόητη. Όσο περισσότερα ξεφτιλισμένα «Ναι» μαζεύονται, όσο σκύβουμε το κεφάλι, ενισχύουμε όλο αυτό που υπάρχει και αν θέλουμε να καλυτερέψουμε όπως μπορούμε τον κόσμο, θα πρέπει να ξέρουμε πως αυτά τα «Ναι» δεν είναι απλά «ναι». Ακόμη και αν τα λέμε από φόβο θα μας γυρίσουν μπούμερανγκ», λέει με φωνή που καταδεικνύει ακράδαντη και ακαταμάχητη σιγουριά για την πράξη του. Η δουλειά ήταν στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα, που δολοφονήθηκε από τους Ναζί της Χρυσής Αυγής. Την επόμενη μέρα της παραίτησης ο Λάζαρος είχε ήδη κλείσει μια συνέντευξη για νέα δουλειά. Δεν γνωρίζει αν την πήρε, όμως το ότι κινητοποιήθηκε αμέσως δείχνει εμφανώς πως είναι ακόμη ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη να δουλεύει για να βιοπορίζεται, κι αυτό κάνει τη στάση του ακόμη πιο ηρωική γιατί εμπεριέχει ένα τεράστιο προσωπικό κόστος.
Όπως είπε «Δεν μπορώ να περιμένω γιατί έχω υποχρεώσεις. Έχω μια κόρη επτά ετών, πληρώνω διατροφή και τα έξοδα μου τρέχουν γενικότερα. Όλα τα άλλα πέρα απ” την κόρη μου για να σου πω την αλήθεια δεν με ενδιαφέρουν. Άντε να κοιμάμαι κάπου και να έχω κι ένα φαγητό». Δυο μέρες μετά την παραίτηση του και τη δημοσίευση της ιστορίας του, η ζωή μάλλον φρόντισε να του ξεπληρώσει όλα όσα έγιναν, με το δικό της τρόπο. Οι ιδιοκτήτες ενός μαγαζιού αφού έμαθαν το περιστατικό επικοινώνησαν μαζί του και του πρότειναν δουλειά δείχνοντας πως όσοι διαθέτουν αλληλεγγύη, την έχουν σε περίσσευμα. Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο τον ρωτώ αν θα το μετάνιωσε και ελπίζω πως η απάντηση του θα είναι αρνητική: «Και μέσα από τον τάφο μου το ίδιο θα έκανα», και με μια φράση καταφέρνει να αποδείξει πως υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Αρκεί να έχουμε μέσα μας λίγο απ” το υλικό που είναι φτιαγμένος ο Λάζαρος. Ο κάθε Λάζαρος.
Πηγή: https://www.vice.com
γλυκά και ζαχαρόπαστες, και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι του. Από προχθές είναι ένας μικρός ήρωας, απ” αυτούς που κρύβονται σε κάποια διπλανή μας πόρτα. Το απόγευμα της Τρίτης τον βρήκε στο ζαραχοπλαστείο που εργαζόταν, να πετάει στον αέρα ό,τι εμφανιζόταν μπροστά του και να φωνάζει εξαγριωμένος «Άντε γαμηθείτε». Στη συνέχεια ακολούθησε μια βροντερή παραίτηση από τη δουλειά που του εξασφάλιζε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα προς το ζην.
Ο Λάζαρος έκλεισε πίσω του την πόρτα, η οποία έκανε ανέλπιστα μεγάλο θόρυβο, αφού ο λόγος της παραίτησης του έχει γίνει από χθες viral σε όλα τα social media. Αφορμή, όπως λέει και ο ίδιος, ήταν ότι του ζήτησαν να φτιάξει μια τούρτα με μαιάνδρους και σβάστικες. Σε μια χώρα που η ανεργία μαστίζει τον νέο πληθυσμό, σε μια καθημερινότητα που η τσέπη όλων αιμορραγεί, δεν δίστασε να βάλει πάνω απ” όλα τις ιδέες του. Όπως είπε και ο ίδιος, «πάνω απ” όλα η αξιοπρέπειά μας, η αυτονομία μας, οι αξίες, η ιδεολογία, οι αρχές μας. Όσο κι δεν τον θέλουν κάποιοι, υπάρχει κόσμος που δεν σκύβει το κεφάλι του για ψωροδίφραγκα. Είναι η γαμημένη ντροπή που θα με κυνηγούσε μια ζωή».
Το βράδυ που παραιτήθηκε είχαμε μια γρήγορη συνομιλία. Με μια αξιοθαύμαστη συστολή, είπε πως η αντίδρασή του είναι αυτονόητη. Την επόμενη μέρα, ωστόσο, η ιστορία του είχε κάνει μια βόλτα σε όλο το Διαδίκτυο, ακριβώς επειδή δεν είναι μια αντίδραση αυτονόητη για όλους. Του ζητώ να μου περιγράψει το περιστατικό. «Όταν βρίσκομαι σε συναισθηματική φόρτιση, αλλοιώνεται ο χρόνος και η μνήμη», λέει αρχικά φανερώνοντας πως ήταν και για τον ίδιο μια διαδικασία που δεν πέρασε αναίμακτα. «Βρισκόμουν εν ώρα εργασίας, στο σχόλασμα. Ήρθε η κοπέλα που δουλεύει μπροστά στη βιτρίνα με ένα χαρτάκι που είχε σημειώσει την παραγγελία – έτσι γίνεται στα ζαχαροπλαστεία. Τη ρώτησα τι πρέπει να φτιάξουμε και μου έδειξε σβάστικες και μαιάνδρους. Χαζογελώντας, μου είπε «Χρυσή Αυγή».
Η κοπέλα αυτή μιλάει σπαστά ελληνικά, επειδή είναι από την Αλβανία. Επίτηδες λοιπόν τη ρώτησα από πού είναι, γνωρίζοντας πως είναι μετανάστρια. Όταν μου είπε πως είναι από την Αλβανία, δεν κρατήθηκα και της απάντησα φωνάζοντας «Αυτό τώρα είναι αστείο; Κάνουμε πλάκα με αυτό;». Ρώτησα τον μάστορα του μαγαζιού, έξαλλος, αν τελικά θα τη φτιάξουμε την τούρτα και όταν μου απάντησε «Ναι. Δουλειά είναι», είπα απλώς «Τελειώσαμε, να πάτε να γαμηθείτε όλοι». Στη συνέχεια, έστειλα ένα μήνυμα στον εργοδότη και του είπα ακριβώς το ίδιο. Δεν τον πήρα τηλέφωνο, γιατί δεν ήθελα καν να τον ακούσω», αναφέρει εξιστορώντας την αφορμή της παραίτησης του. «Κανείς δεν τάχθηκε φανερά με το μέρος μου.
Έκαναν αυτό που κάνει ο κόσμος συνήθως, έμειναν θεατές και κοίταξαν τη δουλίτσα τους» Συζητάμε για την κουλτούρα που διέπει τον περισσότερο κόσμο, τη συμπεριφορά που σε θέλει απλώς «να κοιτάς τη δουλίτσα σου». Ο Λάζαρος εύλογα τονίζει πως είναι μια εγκληματική συμπεριφορά. «Από τον άνθρωπο που κάνει ελέγχους εισιτηρίων στο μετρό και τα λεωφορεία, και υποχρεώνει τους ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν ούτε εισιτήριο, να πληρώσουν πρόστιμο ισχυριζόμενοι πως «κάνουν τη δουλειά τους», μέχρι τον οποιοδήποτε που βλέπει μια αδικία και δεν μιλάει ή δεν αντιδράει, σαν να μην τον αφορά ο κόσμος που ζει. Η δουλειά είναι σημαντική, η δουλειά μας ζει, όμως υπάρχουν πράγματα που προηγούνται όχι μόνο της δουλειάς, αλλά όλων των πραγμάτων. Ένα απ” αυτά είναι η στάση μας προς τους Ναζί. Από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο «Όχι», όπου μπορεί να υπάρξει, μια πράξη αντίστασης, άρνησης και μη αποδοχής στους Ναζί είναι κάτι καλό». Δυστυχώς οι συνάδελφοι του Λάζαρου απλώς ακολούθησαν την παραπάνω τακτική: «Θυμάμαι τη μια κοπέλα να μένει με το στόμα ανοιχτό.
Η αύρα της ήταν θετική ως προς την κίνησή μου, όμως δεν είπε κουβέντα, έμεινε άγαλμα. Ακόμη ένα παιδί που δουλεύει μέσα, είχε μείνει άναυδο. Ο μάστορας του μαγαζιού είπε ότι η δουλειά είναι πάνω απ” όλα, αντέδρασε φοβικά. Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι, αμίλητοι και μάλλον είχαν τρομάξει γιατί ήμουν σε έξαλλη κατάσταση. Φώναζα και πέταγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Δεν μπορούσα να το δεχτώ και να το διαχειριστώ όλο αυτό. Ωστόσο κανείς δεν έκανε κάποιο σχόλιο, δεν με στήριξαν ανοιχτά και κανείς δεν τάχθηκε φανερά με το μέρος μου. Έκαναν αυτό που κάνει ο κόσμος συνήθως, έμειναν θεατές και κοίταξαν τη δουλίτσα τους», απαντά, όταν τον ρωτώ πως αντέδρασαν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του καταστήματος όταν παραιτήθηκε.
Όσο το σκηνικό της παραίτησης βρισκόταν σε εξέλιξη, ο μάστορας του μαγαζιού τού είπε «Αν εσύ είχες μαγαζί τι θα έκανες;», για να δικαιολογήσει τον ιδιοκτήτη και να αποτρέψει τον Λάζαρο από την παραίτηση. Κάνοντας μια μικρή παρένθεση στη διήγησή του, υπογραμμίζει πως «Αναγνωρίζω πως έχω μια ευκολία και μια επιλογή παραπάνω από τον οποιονδήποτε εργοδότη στο να πω όχι σε τέτοια πράγματα. Αν ο εργοδότης φοβόταν, θα μπορούσε να βρει μια δικαιολογία για να αρνηθεί και να το αποφύγει. Παρόλα αυτά, δεν το έκανε και δεν είναι ο άνθρωπος που θα πει όχι. Η άποψη που μου έχει διαμορφωθεί για εκείνον όλο αυτό το διάστημα, είναι πως θα έκανε οτιδήποτε για τα χρήματα γιατί τέτοιος άνθρωπος είναι.
Δεν πιέστηκε για να δεχτεί την παραγγελία». Η δουλειά του στο συγκεκριμένο μαγαζί δεν ήταν καθόλου εύκολη μέχρι εκείνη την ημέρα. Πέρα από το φόρτο εργασίας, τα μηχανήματα τα οποία έπρεπε να χειρίζεται ήταν σχεδόν διαλυμένα, ενώ είχε πάθει και δυο φορές ηλεκτροπληξία. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε να παραιτηθεί. Ήθελε να συνεχίσει, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Τον ρωτώ αν θυμάται ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε τη στιγμή που του ζήτησαν να φτιάξει την τούρτα με το ναζιστικό σύμβολο, αν υπήρχε δεύτερη σκέψη. «Δεν σκέφτηκα. Δεν υπήρχε σκέψη, ούτε λογική. Μόνο το συναίσθημα. Και το συναίσθημα ήταν απελπισία και οργή. Διότι, η δουλειά ήταν και στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα που δολοφονήθηκε από τους Ναζί της Χρυσής Αυγής. Και στον Έβρο να ήμουν το ίδιο θα έκανα, όμως ένιωθα πως είχα ένα λόγο παραπάνω εδώ πέρα. Πρέπει να λέμε ένα μεγάλο «Όχι» σε αυτά.
Η άρνηση στο να κανονικοποιήσουμε τους Ναζί πρέπει να είναι αυτονόητη. Όσο περισσότερα ξεφτιλισμένα «Ναι» μαζεύονται, όσο σκύβουμε το κεφάλι, ενισχύουμε όλο αυτό που υπάρχει και αν θέλουμε να καλυτερέψουμε όπως μπορούμε τον κόσμο, θα πρέπει να ξέρουμε πως αυτά τα «Ναι» δεν είναι απλά «ναι». Ακόμη και αν τα λέμε από φόβο θα μας γυρίσουν μπούμερανγκ», λέει με φωνή που καταδεικνύει ακράδαντη και ακαταμάχητη σιγουριά για την πράξη του. Η δουλειά ήταν στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα, που δολοφονήθηκε από τους Ναζί της Χρυσής Αυγής. Την επόμενη μέρα της παραίτησης ο Λάζαρος είχε ήδη κλείσει μια συνέντευξη για νέα δουλειά. Δεν γνωρίζει αν την πήρε, όμως το ότι κινητοποιήθηκε αμέσως δείχνει εμφανώς πως είναι ακόμη ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη να δουλεύει για να βιοπορίζεται, κι αυτό κάνει τη στάση του ακόμη πιο ηρωική γιατί εμπεριέχει ένα τεράστιο προσωπικό κόστος.
Όπως είπε «Δεν μπορώ να περιμένω γιατί έχω υποχρεώσεις. Έχω μια κόρη επτά ετών, πληρώνω διατροφή και τα έξοδα μου τρέχουν γενικότερα. Όλα τα άλλα πέρα απ” την κόρη μου για να σου πω την αλήθεια δεν με ενδιαφέρουν. Άντε να κοιμάμαι κάπου και να έχω κι ένα φαγητό». Δυο μέρες μετά την παραίτηση του και τη δημοσίευση της ιστορίας του, η ζωή μάλλον φρόντισε να του ξεπληρώσει όλα όσα έγιναν, με το δικό της τρόπο. Οι ιδιοκτήτες ενός μαγαζιού αφού έμαθαν το περιστατικό επικοινώνησαν μαζί του και του πρότειναν δουλειά δείχνοντας πως όσοι διαθέτουν αλληλεγγύη, την έχουν σε περίσσευμα. Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο τον ρωτώ αν θα το μετάνιωσε και ελπίζω πως η απάντηση του θα είναι αρνητική: «Και μέσα από τον τάφο μου το ίδιο θα έκανα», και με μια φράση καταφέρνει να αποδείξει πως υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Αρκεί να έχουμε μέσα μας λίγο απ” το υλικό που είναι φτιαγμένος ο Λάζαρος. Ο κάθε Λάζαρος.
Πηγή: https://www.vice.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου