Παρουσιάστηκε το βιβλίο του Κώστα Κρεμμύδα με τίτλο: «Ερυθρόλευκη τρέλα», στη Δημοτική Πινακοθήκη, που οργάνωσε η Διεύθυνση Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά και οι εκδόσεις Μανδραγόρας. Για το βιβλίο και για τον συγγραφέα μίλησαν: Ο Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Τοπικής Οικονομικής Ανάπτυξης και Επιχειρηματικότητας κ. Πέτρος Κόκκαλης, η Διευθύντρια Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά κα Λίτσα Μπαφούνη, ο Πρόεδρος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου κ. Βασίλης Καρδάσης και ο συγγραφέας, Σχολικός Σύμβουλος και Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων κ. Αντώνης Μαστραπάς. Επίσης μίλησε ο συγγραφέας του βιβλίου κ. Κώστας Κρεμμύδας. Τον ιστορικό ύμνο του Ολυμπιακού, που συνέθεσε το 1931, ο Γιάγκος Λαουτάρης έπαιξε στο πιάνο ο γιος του Δημήτρης Λαουτάρης καθώς και άλλες συνθέσεις.
Ο Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Τοπικής Οικονομικής Ανάπτυξης και Επιχειρηματικότητας κ. Πέτρος Κόκκαλης, στην ομιλία του, ανέφερε:
«Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια σπάνια μου ζητάει κάποιος να μιλήσω για θέματα που έχουν σχέση με τον Ολυμπιακό, αν και παλιότερα το έκανα πολύ συχνά. Παίρνοντας λοιπόν το βιβλίο του Κώστα Κρεμμύδα «Ερυθρόλευκη τρέλα» στα χέρια μου, ομολογώ ότι απορροφήθηκα. Και απορροφήθηκα διότι πάντα με γοήτευε ιδιαίτερα αυτός ο ιδιόμορφος τρόπος με τον οποίο ο Ολυμπιακός και το ποδόσφαιρο έχει έναν τρόπο να νοηματοδοτεί βαθειά προσωπικές μυθολογίες. Έχει κάτι το οποίο είναι τόσο δημόσιο και τόσο κοινό, που γίνεται βαθειά προσωπικό. Έχει έναν τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το κοινό αφήγημα γίνεται εντελώς προσωπικό και σηματοδοτεί τη ζωή μας και πολλών από εμάς όταν ήμασταν πιο μικροί και μένει μαζί μας για πάντα.
Νομίζω ότι όλοι μας θυμόμαστε καλύτερα από κάθε άλλον παίκτη, τους παίκτες που μεσουρανούσαν, όταν είμαστε στην ηλικία 8-18 χρονών. Έχει λοιπόν το ποδόσφαιρο παγκόσμια έναν ιδιόμορφο τρόπο να «φυτρώνει» μέσα στις πιο βαθιές πτυχές της προσωπικότητας των νέων και με αυτόν τον τρόπο να επιτελεί το βαθειά εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο που επιτελεί τα τελευταία 100 χρόνια – στον Ολυμπιακό τα τελευταία 92 χρόνια και στο Δυτικό κόσμο 100-150 χρόνια, ίσως στην Αγγλία. Κι αυτό μας κάνει να σκεφτόμαστε και πως αυτό το πράγμα θα συνεχίσει και πως πάνω σε αυτή τη διαδικασία μπορούμε να επέμβουμε, ούτως ώστε να της προσδώσουμε τέτοια στοιχεία που να το κάνουν ακόμα πιο χρήσιμο πολιτιστικά και μηχανισμό συνοχής της κοινωνίας μας.
Σήμερα πια το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει χαρακτήρα σε μεγάλο βαθμό. Έχει αλλάξει ο τρόπος του παιχνιδιού, έχει αλλάξει η σχέση των ποδοσφαιριστών με την ομάδα. Έχει όμως αλλάξει η σχέση φιλάθλων με την ομάδα; Κι αν αλλάζει, πως αλλάζει;. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια και στο μέλλον - και φαίνεται από το βιβλίο – ότι πολύ μεγάλο ρόλο παίζει ο τρόπος και το είδος με τον οποίο τα τεκταινόμενα στο γήπεδο μεταφέρονται στο κοινό και στους φιλάθλους. Και μιλάω για την εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Το ποδόσφαιρο θα ήταν αδιανόητο σ’ έναν κόσμο χωρίς μάζες. Θα ήταν επίσης αδιανόητο σ’ έναν κόσμο χωρίς Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Είναι φανερό και από το βιβλίο που περιγράφει μια συγκεκριμένη εποχή, στην οποία ο συγγραφέας ήταν στην ευαίσθητη και τρυφερή ηλικία, όπου λείπει η υπερέκθεση στην εικόνα. Σπάνια πάει κανείς στο γήπεδο. Οι εικόνες είναι συχνά μαυρόασπρες και η προσλαμβάνουσα είναι μια φωνή από ένα «κουτί» σ’ ένα συγκεκριμένο τακτικό χρόνο, όπως η εκκλησία ή τέτοιου είδους δραστηριότητες – δεν είναι και πολλές δηλαδή μπάλα κι εκκλησία είναι κάθε Κυριακή. Χωρίς εικόνα λοιπόν μέσα από ένα αφήγημα, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη. Δεν αλλάζει κάτι. Κάθε Κυριακή 90 λεπτά. Αλλάζουν κάποιες λεπτομέρειες, αλλά στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα. Κι αυτό αφήνει τη φαντασία του ακροατή και του φιλάθλου να πλάσει τους παίκτες πιο μεγάλους, γίγαντες κ.λ.π.
Σήμερα δεν υπάρχει πτυχή του ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι η οποία να μην είναι ορατή. Υπάρχουν ελάχιστες στα αποδυτήρια, αλλά ακόμα κι αυτό παύει να είναι άβατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα νέα παιδιά έχουν έναν τόνο μικρότερης ταύτισης – αν μπορεί να το πει κανείς έτσι – με τους ήρωες τους του ποδοσφαίρου, απ’ ό, τι είχαν παλιότερα. Κι ακόμη περισσότερο πιο σημαντικό για τη δική μας περίπτωση του Ολυμπιακού, έχουν πρόσβαση σε εικόνες, από πολύ πιο σπουδαία, καλύτερα, ανταγωνιστικά και συναρπαστικά πρωταθλήματα. Υπάρχουν σήμερα πολλά παιδιά στην ηλικία του γιου μου, που είναι 18 ετών, που δεν είναι ελληνική ομάδα. Ο ένας είναι Μάντσεστερ, ο άλλος είναι Λίβερπουλ, ο άλλος είναι Ρεάλ. Ο γιος μου ευτυχώς είναι Ολυμπιακός, αλλά έχει συμμαθητές που δεν είναι ελληνική ομάδα.
Επομένως τίθεται πλέον κρίσιμα και άμεσα το ζήτημα, ότι πως μπορεί η ομάδα να διατηρήσει και να συντηρήσει την ταύτιση που δημιουργεί στο κοινό της. Διότι στην τελική ανάλυση σήμερα το ποδόσφαιρο είναι μέρος της βιομηχανίας του θεάματος, του show business. Και πραγματικά πιστεύω ότι αν το ποδόσφαιρο δεν έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα της ψυχικής ταύτισης του φιλάθλου με την ομάδα, όπως αυτής που βλέπουμε στις σελίδες του βιβλίου, τότε πραγματικά θα χάσει τον ανταγωνισμό από το Χόλυγουντ, που ξέρει πολύ καλύτερα να λέει ιστορίες. Είναι λοιπόν κρίσιμο οι ομάδες να βρουν τον τρόπο να συντηρήσουν και να επανιδρύσουν – θα έλεγα- τις σχέσεις ταύτισης με το κοινό.
Πιστεύω λοιπόν ότι για τον Ολυμπιακό σήμερα είναι μονόδρομος η ενίσχυση της παρουσίας των νέων παιδιών, των γηγενών παιδιών, των παιδιών που έχουν βγει από την Ακαδημία του Ολυμπιακού, τόσο για λόγους ταύτισης, διότι πήραν με πόνο τον τελευταίο χρόνο ποδοσφαιριστές που δεν γνωρίζαμε ποιοι είναι μέσα στο γήπεδο. Μην ξεχνάμε ότι παλιά το ποδόσφαιρο που δεν είχε αλλαγές, ήταν 11 παίκτες. Ήξερες δηλαδή ποιοι είναι από την «κοψιά» τους. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψεις τον Καραταϊδη με κάποιον άλλο. Άρα είναι κρίσιμο το στοιχείο της συνέχειας και είναι κρίσιμο το στοιχείο κάποιου είδους ταύτισης.
Ο Ολυμπιακός λοιπόν τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει κάνει μια πολύ σπουδαία δουλειά καλλιεργώντας τις Σχολές ποδοσφαίρου σε όλη την Ελλάδα. Έχει νομίζω σήμερα γύρω στις 40 Σχολές. Αυτό σημαίνει ότι ο Ολυμπιακός έχει αναλάβει την ευθύνη εκπαίδευσης και φίλαθλου πνεύματος σε 200 παιδιά σε κάθε Ακαδημία, δηλαδή συνολικά σε όλες τις Ακαδημίες 8.000 παιδιά ή 16. 000 γονείς, που σημαίνει ότι υπάρχει άμεση πρόσβαση τουλάχιστον σε 50.000 ανθρώπους. Σίγουρα δεν θα γίνουν όλοι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αλλά μαθαίνουν τα ιδανικά και τις αξίες του Ολυμπιακού, το ευ αγωνίζεσθαι, το πώς θα συνεργάζονται, το πώς θα είναι καλοί φίλαθλοι, το να καταλαβαίνουν τα προβλήματα που έχει ένας άνθρωπος που καλείται να διαιτητεύσει.
Όλα αυτά τα πράγματα λοιπόν, όσο συνεχίζει ο Ολυμπιακός να τα κάνει και να τα κάνει σωστά. Αν για παράδειγμα στην Ακαδημία της Χίου έχει 200 παιδιά, τα οποία 1 ή 2 αν θα παίξουν στον Ολυμπιακό, τα υπόλοιπα θα παίξουν σε ομάδες της Χίου και θα βελτιώνουν το ποδοσφαιρικό επίπεδο της Χίου. Θα προσφέρει λοιπόν στις τοπικές κοινωνίες. Κι αν αυτά τα παιδιά σιγά - σιγά αρχίζουν και είτε εκ του καταστατικού είτε εκ σταθερής αποφάσεως αποτελούν ένα συγκεκριμένο πυρήνα της ομάδας - δεν λέω να έχει μια ομάδα με 40 παιδιά από την Ακαδημία, αλλά λέω να έχουμε μια ομάδα με 10 παιδιά από την Ακαδημία, το οποίο να είναι αδιαπραγμάτευτο. Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συντηρηθεί κι ένας χαρακτηριστικός τρόπος παιχνιδιού που θα εκφράζει τον Ολυμπιακό και αυτή η ταύτιση που πραγματευόμαστε στο βιβλίο. Πολλές φορές λένε ότι «ναι, αλλά ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν το θέλει αυτό, θέλει να παίρνει το πρωτάθλημα κ.λ.π.» Το τι θέλει ο κόσμος είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει είναι η θέση της Ελλάδας και κατ’ επέκταση του Ολυμπιακού στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι.
Δεν μπορεί πλέον ο Ολυμπιακός με την ελληνική αγορά να ανταγωνιστεί οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αγορά. Κι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό που μπορεί να αλλάξει όμως είναι η κοινή γνώμη του Ολυμπιακού και κάθε ομάδας, εάν αυτό γίνει με μια σταθερή συζήτηση, να βρεθούν οι τρόποι επικοινωνίας με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Ευτυχώς ο Ολυμπιακός έχει φροντίσει κι έχει αυτό το δίαυλο επικοινωνίας μέσα από τον θεσμό των μελών με μακρά συζήτηση, όπου να καταλήξουμε τι Ολυμπιακό θέλουμε και τι Ολυμπιακό θα στηρίζουμε. Υπάρχουν ομάδες που το αποφασίζουν και το κάνουν όπως η Αθλέτικο Μπιλμπάο, όπως η Μπαρτσελόνα, ομάδες από τις οποίες γεννήθηκε, ανδρώθηκε και τώρα μεγαλουργεί ο αγαπημένος μας φίλος Ερνέστο Βαλβέρδε, που τόσο θαυμάζουμε. Αν λέγαμε στον Βαλβέρδε ότι κάτι που στην παρούσα συζήτηση όλοι θα έλεγαν ναι ότι «έλα εδώ Βαλβέρδε και μείνε για πάντα στον Ολυμπιακό», ο Βαλβέρδε αυτό θα μας έλεγε. Αυτά λοιπόν για το βιβλίο και για τον Ολυμπιακό Σας ευχαριστώ πολύ.
Στην παρουσίαση του βιβλίου, από τον Δήμο Πειραιά, παρευρέθηκαν οι Αντιδήμαρχοι κ.κ.: Κυριάκος Σιγαλάκος και Σταύρος Βοϊδονικόλας, ο Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Νίκος Αγγελόπουλος και ο Αντιπρόεδρος της ΔΗ.ΡΑ.Π. κ. Στέλιος Μπρατσόλης.
Ο Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Τοπικής Οικονομικής Ανάπτυξης και Επιχειρηματικότητας κ. Πέτρος Κόκκαλης, στην ομιλία του, ανέφερε:
«Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια σπάνια μου ζητάει κάποιος να μιλήσω για θέματα που έχουν σχέση με τον Ολυμπιακό, αν και παλιότερα το έκανα πολύ συχνά. Παίρνοντας λοιπόν το βιβλίο του Κώστα Κρεμμύδα «Ερυθρόλευκη τρέλα» στα χέρια μου, ομολογώ ότι απορροφήθηκα. Και απορροφήθηκα διότι πάντα με γοήτευε ιδιαίτερα αυτός ο ιδιόμορφος τρόπος με τον οποίο ο Ολυμπιακός και το ποδόσφαιρο έχει έναν τρόπο να νοηματοδοτεί βαθειά προσωπικές μυθολογίες. Έχει κάτι το οποίο είναι τόσο δημόσιο και τόσο κοινό, που γίνεται βαθειά προσωπικό. Έχει έναν τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το κοινό αφήγημα γίνεται εντελώς προσωπικό και σηματοδοτεί τη ζωή μας και πολλών από εμάς όταν ήμασταν πιο μικροί και μένει μαζί μας για πάντα.
Νομίζω ότι όλοι μας θυμόμαστε καλύτερα από κάθε άλλον παίκτη, τους παίκτες που μεσουρανούσαν, όταν είμαστε στην ηλικία 8-18 χρονών. Έχει λοιπόν το ποδόσφαιρο παγκόσμια έναν ιδιόμορφο τρόπο να «φυτρώνει» μέσα στις πιο βαθιές πτυχές της προσωπικότητας των νέων και με αυτόν τον τρόπο να επιτελεί το βαθειά εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο που επιτελεί τα τελευταία 100 χρόνια – στον Ολυμπιακό τα τελευταία 92 χρόνια και στο Δυτικό κόσμο 100-150 χρόνια, ίσως στην Αγγλία. Κι αυτό μας κάνει να σκεφτόμαστε και πως αυτό το πράγμα θα συνεχίσει και πως πάνω σε αυτή τη διαδικασία μπορούμε να επέμβουμε, ούτως ώστε να της προσδώσουμε τέτοια στοιχεία που να το κάνουν ακόμα πιο χρήσιμο πολιτιστικά και μηχανισμό συνοχής της κοινωνίας μας.
Σήμερα πια το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει χαρακτήρα σε μεγάλο βαθμό. Έχει αλλάξει ο τρόπος του παιχνιδιού, έχει αλλάξει η σχέση των ποδοσφαιριστών με την ομάδα. Έχει όμως αλλάξει η σχέση φιλάθλων με την ομάδα; Κι αν αλλάζει, πως αλλάζει;. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια και στο μέλλον - και φαίνεται από το βιβλίο – ότι πολύ μεγάλο ρόλο παίζει ο τρόπος και το είδος με τον οποίο τα τεκταινόμενα στο γήπεδο μεταφέρονται στο κοινό και στους φιλάθλους. Και μιλάω για την εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Το ποδόσφαιρο θα ήταν αδιανόητο σ’ έναν κόσμο χωρίς μάζες. Θα ήταν επίσης αδιανόητο σ’ έναν κόσμο χωρίς Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Είναι φανερό και από το βιβλίο που περιγράφει μια συγκεκριμένη εποχή, στην οποία ο συγγραφέας ήταν στην ευαίσθητη και τρυφερή ηλικία, όπου λείπει η υπερέκθεση στην εικόνα. Σπάνια πάει κανείς στο γήπεδο. Οι εικόνες είναι συχνά μαυρόασπρες και η προσλαμβάνουσα είναι μια φωνή από ένα «κουτί» σ’ ένα συγκεκριμένο τακτικό χρόνο, όπως η εκκλησία ή τέτοιου είδους δραστηριότητες – δεν είναι και πολλές δηλαδή μπάλα κι εκκλησία είναι κάθε Κυριακή. Χωρίς εικόνα λοιπόν μέσα από ένα αφήγημα, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη. Δεν αλλάζει κάτι. Κάθε Κυριακή 90 λεπτά. Αλλάζουν κάποιες λεπτομέρειες, αλλά στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα. Κι αυτό αφήνει τη φαντασία του ακροατή και του φιλάθλου να πλάσει τους παίκτες πιο μεγάλους, γίγαντες κ.λ.π.
Σήμερα δεν υπάρχει πτυχή του ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι η οποία να μην είναι ορατή. Υπάρχουν ελάχιστες στα αποδυτήρια, αλλά ακόμα κι αυτό παύει να είναι άβατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα νέα παιδιά έχουν έναν τόνο μικρότερης ταύτισης – αν μπορεί να το πει κανείς έτσι – με τους ήρωες τους του ποδοσφαίρου, απ’ ό, τι είχαν παλιότερα. Κι ακόμη περισσότερο πιο σημαντικό για τη δική μας περίπτωση του Ολυμπιακού, έχουν πρόσβαση σε εικόνες, από πολύ πιο σπουδαία, καλύτερα, ανταγωνιστικά και συναρπαστικά πρωταθλήματα. Υπάρχουν σήμερα πολλά παιδιά στην ηλικία του γιου μου, που είναι 18 ετών, που δεν είναι ελληνική ομάδα. Ο ένας είναι Μάντσεστερ, ο άλλος είναι Λίβερπουλ, ο άλλος είναι Ρεάλ. Ο γιος μου ευτυχώς είναι Ολυμπιακός, αλλά έχει συμμαθητές που δεν είναι ελληνική ομάδα.
Επομένως τίθεται πλέον κρίσιμα και άμεσα το ζήτημα, ότι πως μπορεί η ομάδα να διατηρήσει και να συντηρήσει την ταύτιση που δημιουργεί στο κοινό της. Διότι στην τελική ανάλυση σήμερα το ποδόσφαιρο είναι μέρος της βιομηχανίας του θεάματος, του show business. Και πραγματικά πιστεύω ότι αν το ποδόσφαιρο δεν έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα της ψυχικής ταύτισης του φιλάθλου με την ομάδα, όπως αυτής που βλέπουμε στις σελίδες του βιβλίου, τότε πραγματικά θα χάσει τον ανταγωνισμό από το Χόλυγουντ, που ξέρει πολύ καλύτερα να λέει ιστορίες. Είναι λοιπόν κρίσιμο οι ομάδες να βρουν τον τρόπο να συντηρήσουν και να επανιδρύσουν – θα έλεγα- τις σχέσεις ταύτισης με το κοινό.
Πιστεύω λοιπόν ότι για τον Ολυμπιακό σήμερα είναι μονόδρομος η ενίσχυση της παρουσίας των νέων παιδιών, των γηγενών παιδιών, των παιδιών που έχουν βγει από την Ακαδημία του Ολυμπιακού, τόσο για λόγους ταύτισης, διότι πήραν με πόνο τον τελευταίο χρόνο ποδοσφαιριστές που δεν γνωρίζαμε ποιοι είναι μέσα στο γήπεδο. Μην ξεχνάμε ότι παλιά το ποδόσφαιρο που δεν είχε αλλαγές, ήταν 11 παίκτες. Ήξερες δηλαδή ποιοι είναι από την «κοψιά» τους. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψεις τον Καραταϊδη με κάποιον άλλο. Άρα είναι κρίσιμο το στοιχείο της συνέχειας και είναι κρίσιμο το στοιχείο κάποιου είδους ταύτισης.
Ο Ολυμπιακός λοιπόν τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει κάνει μια πολύ σπουδαία δουλειά καλλιεργώντας τις Σχολές ποδοσφαίρου σε όλη την Ελλάδα. Έχει νομίζω σήμερα γύρω στις 40 Σχολές. Αυτό σημαίνει ότι ο Ολυμπιακός έχει αναλάβει την ευθύνη εκπαίδευσης και φίλαθλου πνεύματος σε 200 παιδιά σε κάθε Ακαδημία, δηλαδή συνολικά σε όλες τις Ακαδημίες 8.000 παιδιά ή 16. 000 γονείς, που σημαίνει ότι υπάρχει άμεση πρόσβαση τουλάχιστον σε 50.000 ανθρώπους. Σίγουρα δεν θα γίνουν όλοι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αλλά μαθαίνουν τα ιδανικά και τις αξίες του Ολυμπιακού, το ευ αγωνίζεσθαι, το πώς θα συνεργάζονται, το πώς θα είναι καλοί φίλαθλοι, το να καταλαβαίνουν τα προβλήματα που έχει ένας άνθρωπος που καλείται να διαιτητεύσει.
Όλα αυτά τα πράγματα λοιπόν, όσο συνεχίζει ο Ολυμπιακός να τα κάνει και να τα κάνει σωστά. Αν για παράδειγμα στην Ακαδημία της Χίου έχει 200 παιδιά, τα οποία 1 ή 2 αν θα παίξουν στον Ολυμπιακό, τα υπόλοιπα θα παίξουν σε ομάδες της Χίου και θα βελτιώνουν το ποδοσφαιρικό επίπεδο της Χίου. Θα προσφέρει λοιπόν στις τοπικές κοινωνίες. Κι αν αυτά τα παιδιά σιγά - σιγά αρχίζουν και είτε εκ του καταστατικού είτε εκ σταθερής αποφάσεως αποτελούν ένα συγκεκριμένο πυρήνα της ομάδας - δεν λέω να έχει μια ομάδα με 40 παιδιά από την Ακαδημία, αλλά λέω να έχουμε μια ομάδα με 10 παιδιά από την Ακαδημία, το οποίο να είναι αδιαπραγμάτευτο. Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συντηρηθεί κι ένας χαρακτηριστικός τρόπος παιχνιδιού που θα εκφράζει τον Ολυμπιακό και αυτή η ταύτιση που πραγματευόμαστε στο βιβλίο. Πολλές φορές λένε ότι «ναι, αλλά ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν το θέλει αυτό, θέλει να παίρνει το πρωτάθλημα κ.λ.π.» Το τι θέλει ο κόσμος είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει είναι η θέση της Ελλάδας και κατ’ επέκταση του Ολυμπιακού στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι.
Δεν μπορεί πλέον ο Ολυμπιακός με την ελληνική αγορά να ανταγωνιστεί οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αγορά. Κι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό που μπορεί να αλλάξει όμως είναι η κοινή γνώμη του Ολυμπιακού και κάθε ομάδας, εάν αυτό γίνει με μια σταθερή συζήτηση, να βρεθούν οι τρόποι επικοινωνίας με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Ευτυχώς ο Ολυμπιακός έχει φροντίσει κι έχει αυτό το δίαυλο επικοινωνίας μέσα από τον θεσμό των μελών με μακρά συζήτηση, όπου να καταλήξουμε τι Ολυμπιακό θέλουμε και τι Ολυμπιακό θα στηρίζουμε. Υπάρχουν ομάδες που το αποφασίζουν και το κάνουν όπως η Αθλέτικο Μπιλμπάο, όπως η Μπαρτσελόνα, ομάδες από τις οποίες γεννήθηκε, ανδρώθηκε και τώρα μεγαλουργεί ο αγαπημένος μας φίλος Ερνέστο Βαλβέρδε, που τόσο θαυμάζουμε. Αν λέγαμε στον Βαλβέρδε ότι κάτι που στην παρούσα συζήτηση όλοι θα έλεγαν ναι ότι «έλα εδώ Βαλβέρδε και μείνε για πάντα στον Ολυμπιακό», ο Βαλβέρδε αυτό θα μας έλεγε. Αυτά λοιπόν για το βιβλίο και για τον Ολυμπιακό Σας ευχαριστώ πολύ.
Στην παρουσίαση του βιβλίου, από τον Δήμο Πειραιά, παρευρέθηκαν οι Αντιδήμαρχοι κ.κ.: Κυριάκος Σιγαλάκος και Σταύρος Βοϊδονικόλας, ο Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Νίκος Αγγελόπουλος και ο Αντιπρόεδρος της ΔΗ.ΡΑ.Π. κ. Στέλιος Μπρατσόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου